μπαλέτο

μπαλέτο
ballet

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — το (λ. ιταλ.), δράμα που εκτελείται από χορευτές, το χορόδραμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Προκόφιεφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — (Σονκόφκα, Αικατερίνοσλαβ 1891 – Μόσχα 1953). Pώσος συνθέτης. Από πολύ νεαρή ηλικία φανέρωσε το ταλέντο του μελετώντας, αρχικά με τη μητέρα του και συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Ωδείο της Πετρούπολης όπου είχε δάσκαλο και τον Ρίμσκι Κόρσακοφ.… …   Dictionary of Greek

  • Στραβίνσκι, Ιγκόρ Φιοντόροβιτς — Ρώσος συνθέτης (Οράνιενμπαουμ, Πετρούπολη 1882 – Νέα Υόρκη 1971). Αφού άρχισε νομικές σπουδές σύμφωνα με τη θέληση του πατέρα του, του βαθύφωνου Φιοντόρ Σ. (1843 1902), που εργαζόταν στο Αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης άρχισε το 1903, μετά… …   Dictionary of Greek

  • Μπεζάρ, Μορίς — (Maurice Bejart, Μασσαλία 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου χορευτή, χορογράφου και σκηνοθέτη όπερας Μορίς Ζαν ντε Μπερζέ (Maurice Jean de Berger). Καθοριστικά για τη ζωή και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν η επιρροή που άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Περό, Ζιλ — (Perrot, Λιόν 1810 – Παραμέ, Ιλ και Βιλέν 1892). Γάλλος χορευτής και χορογράφος. Σπούδασε στη σχολή του Βεστρίς, συναγωνίστηκε ως χορευτής με την Ταλιόνι, την Τσερίτο, τη Γκρίζι (που αγάπησε με πάθος), την Έλσλερ, με τις οποίες χόρεψε ως παρτενέρ …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Κοκτό, Ζαν — (Jean Cocteau, Μεζόν, Λαφίτ 1889 – Μιλί λα Φορέ, Παρίσι 1963). Γάλλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης του κινηματογράφου, σεναριογράφος και σκιτσογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος του κινήματος του υπερρεαλισμού, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος μιας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”